- τραγουδιστής
- ο , τραγουδιστήςίστρια η пев|ец, -ица
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
τραγουδιστής — ο, θηλ. τραγουδίστρια Ν αυτός που τραγουδά και, κυρίως, αυτός που είναι καλλίφωνος ή είναι επαγγελματίας αοιδός («να μάθει τον τραγουδιστή, ποιος είναι να κατέχει», Β. Κορνάρος). [ΕΤΥΜΟΛ. < τραγουδώ + κατάλ. ιστής* (< ρ. σε ίζω)] … Dictionary of Greek
τραγουδιστής — ο θηλ. ίστρια αυτός που τραγουδάει, ιδίως αυτός που τραγουδάει καλά ή επαγγελματικά … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
βαθύφωνος — Τραγουδιστής που, από άποψη φωνητικής έκτασης, διαθέτει τους βαθύτερους φθόγγους της αντρικής φωνής. Ανάλογα με την ποιότητα του ηχοχρώματος και τις εκφραστικές του δυνατότητες, ο β. διακρίνεται σε δραματικό ή μπάσο προφόντο (basso profondo), με… … Dictionary of Greek
βαρύτονος — Τραγουδιστής που η φωνή του είναι ενδιάμεση, ανάμεσα τις φωνές του τενόρου και του βαθύφωνου (πλησιάζει περισσότερο άλλοτε τη μία και άλλοτε την άλλη) και έχει τη δεξιοτεχνία των λαρυγγισμών της φωνής του τενόρου και τη δύναμη και το βάθος… … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Μουσική — ΑΡΧΑΙΑ ΛΥΡΙΚΗ ΠΟΙΗΣΗ Είναι γνωστό ότι η καταγωγική περιοχή της αρχαίας ελληνικής ποίησης βρίσκεται στις θρησκευτικές τελετουργίες. Ωστόσο, το κύριο σώμα της λυρικής ποίησης χαρακτηρίζεται από έναν ανεξάρτητο χαρακτήρα την εποχή κατά την οποία… … Dictionary of Greek
Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής Συντομευμένη ονομασία: ΗΠΑ (USA) Έκταση: 9.629.091 τ. χλμ Πληθυσμός: 278.058.881 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Ουάσινγκτον (6.068.996 κάτ. το 2002)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον… … Dictionary of Greek
Γουέλερ, Πολ — (Paul Weller, Σάρεϊ 1958 –). Άγγλος συνθέτης και τραγουδιστής. Ο Γ. υπήρξε ιδρυτής, συνθέτης και τραγουδιστής του μουσικού συγκροτήματος The Jam, ενός από τα πιο δημοφιλή του τέλους της δεκαετίας του 1970 και των αρχών της επομένης. Μετά τη… … Dictionary of Greek
Καζαντζίδης, Στέλιος — (Αθήνα 1931 – 2001).Λαϊκός τραγουδιστής. Παιδί προσφύγων από τον Πόντο, πέρασε δύσκολα παιδικά και νεανικά χρόνια, λόγω της δεινής οικονομικής κατάστασης και των αριστερών φρονημάτων της οικογένειάς του. Ήδη από μικρή ηλικία αναγκάστηκε να… … Dictionary of Greek
Κρόσμπι, Μπινγκ — (Harry Lillis «Bing» Crosby, Ταχόμα, Ουάσινγκτον 1904 – Μαδρίτη 1977). Αμερικανός τραγουδιστής και ηθοποιός. Σπούδασε νομικά, αλλά δεν ακολούθησε ποτέ ανάλογη σταδιοδρομία, καθώς η ενασχόλησή του με τον χώρο της διασκέδασης ξεκίνησε σε νεαρή… … Dictionary of Greek
Ξυλούρης, Νίκος — (Ανώγεια Ηρακλείου Κρήτης 1938 – 1980). Μουσικοσυνθέτης λαϊκών και δημοτικών τραγουδιών και τραγουδιστής. Ξεκίνησε την επαγγελματική του σταδιοδρομία ως τραγουδιστής και λυράρης σε γάμους και πανηγύρια της περιοχής Ανωγείων σε ηλικία μόλις 15… … Dictionary of Greek
βάρδος — (από το λατινικό bardus, κελτικής προέλευσης). Ποιητής και τραγουδιστής, ο οποίος στους κελτικούς λαούς (Γαλάτες, Ουαλούς και Σκοτσέζους) εξυμνούσε τα κατορθώματα των θεών και των εθνικών ηρώων, συνοδεύοντας το τραγούδι του με μια μικρή άρπα, που … Dictionary of Greek